- παρήγορα
- παρήγοροςconsolingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοπιάνω — (Μ καλοπιάνω) 1. φέρομαι καλά, κολακεύω κάποιον, τόν πιάνω με το καλό 2. προσπαθώ με ωραία και παρήγορα λόγια να εξευμενίσω κάποιον νεοελλ. 1. πιάνω κάτι καλά, γερά, στερεά 2. (κυρίως στον αόρ. σε αρνητ. πρότ.) φρ. «δεν τό καλόπιασα αυτό που… … Dictionary of Greek